σαΐνι

σαΐνι
και σαγίνι και σαχίνι, το, Ν
1. ζωολ. α) είδος γερακιού, κατ' εξοχήν ζωηρού και ευκίνητου
β) στον πληθ. τα σαΐνια
κοινή ονομασία ορισμένων αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας accipitridae, όπως τού Αccipiter brevipes, τού καθαυτό σαϊνιού, τού Αccipiter gentilis, κν. διπλοσάινου, και τού Μelierax metabates, κν. ακριδοσάινου
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος δραστήριος, εύστροφος, ευφυής και ικανότατος («αυτός παιδί μου είναι σαΐνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahin «γεράκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • σαΐνης — και σαγίνης, ο, Ν [σαΐνι] το σαΐνι …   Dictionary of Greek

  • σαΐνης — σαΐνης, ο και σαΐνι, το (λ. τουρκ.) 1. είδος γερακιού. 2. μτφ., ευφυής άνθρωπος: Αυτός ο μαθητής είναι σαΐνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαγίνι — το, Ν βλ. σαΐνι …   Dictionary of Greek

  • σαχίνι — το, Ν βλ. σαΐνι …   Dictionary of Greek

  • Σαχίνης — Επώνυμο ναυτικής οικογένειας της Ύδρας, της οποίας σπουδαιότερα μέλη ήταν οι επόμενοι: 1. Δημήτριος (1759 1808). Ναυτικός, γιος του Αντώνιου Κιοσσέ. Υπηρέτησε τον τουρκικό στόλο με το σκάφος του. Εξαιτίας της δραστηριότητας και ταχύτητας του στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”